- βάρβιτος
- Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη β. αποτελούσαν ένα αρμονικό ηχείο σε διάφορα σχήματα, κλεισμένο ανάμεσα σε δύο πλάγιους βραχίονες –κατά κανόνα καμπυλωτούς προς τα έξω– που συνδέονταν με ένα εγκάρσιο στήριγμα. Μεταξύ του αρμονικού ηχείου και του στηρίγματος ήταν τεντωμένες μερικές χορδές σε μεταβλητό αριθμό, από τέσσερις έως δεκαπέντε.
Η β. ηχούσε συνήθως μόνο με πλήκτρο, αλλά οι δεξιοτέχνες χρησιμοποιούσαν τα δάχτυλά τους. Ήταν γνωστή από τον 7o αι. π.Χ. και γνώρισε, με τον καιρό, μεγάλη δημοτικότητα, όπως φαίνεται από πολυάριθμες παραστάσεις της σε τοιχογραφίες, αγγειογραφίες, αγάλματα. Τον Μεσαίωνα, β. ονομαζόταν ένα λαϊκό έγχορδο όργανο, με επίπεδο ηχείο και μακριά λαβή. Από αυτό προέρχονται σήμερα το λαούτο και η κιθάρα.
* * *βάρβιτος, η, ο και βάρβιτον, το (Α)1. πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη λύρα2. η λύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ξένη λέξη, άγνωστης προελεύσεως.ΠΑΡ. αρχ. βαρβιτίζω.ΣΥΝΘ. αρχ. βαρβιτωδός].
Dictionary of Greek. 2013.